Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

λινολεϊκό οξύ

         
linoleic acid

         


     Προφορά


Ερμηνεία:

To λινολεϊκό οξύ είναι ένα ωμέγα-6-πολυακόρεστο λιπαρό οξύ, που υπάρχει στα βιομηχανικά φυτικά έλαια. Περιέχεται και στο ελαιόλαδο σε ποσοστό περίπου  3.5 έως 21%. Η μαζική αύξηση του λινολεϊκού οξέος στον ανθρώπινο οργανισμό αποτελεί το κλειδί, μεταβολικό οδηγό, προς την παχυσαρκία, καρδιοπάθεια, καρκίνο και άλλα χρόνια νοσήματα



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Linoleic acid and the pathogenesis of obesity.Naughton SS, Mathai ML, Hryciw DH, McAinch AJ.Prostaglandins Other Lipid Mediat. 2016 Sep;125:90-9. 

Linoleic acid and breast cancer risk: a meta-analysis.Zhou Y, Wang T, Zhai S, Li W, Meng Q.Public Health Nutr. 2016 Jun;19(8):1457-63. 

Increase in adipose tissue linoleic acid of US adults in the last half century. Guyenet SJ, Carlson SE.Adv Nutr. 2015 Nov 13;6(6):660-4.



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Διατροφολογία: